πετρολογία

πετρολογία
η, Ν
1. κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη τής χημικής σύστασης, τού ιστού και τής υφής, τής εμφάνισης και τής κατανομής τών πετρωμάτων, καθώς και με την προέλευσή τους σε σχέση με τις φυσικοχημικές συνθήκες και τις γεωλογικές διεργασίες και η οποία διακρίνεται σε δύο κλάδους, στην πειραματική πετρολογία και στην πετρογραφία
2. φρ. «πειραματική πετρολογία» — κλάδος τής πετρολογίας που περιλαμβάνει την εργαστηριακή σύνθεση τών πετρωμάτων με σκοπό τη δημιουργία χημικών και φυσικών συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να παρατηρηθούν όλες οι ορυκτολογικές παραγενέσεις, έτσι ώστε ο πετρολόγος να εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες σχηματίστηκαν τα πετρώματα στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrology < πέτρα + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Despotiko — Δεσποτικό Geography Coordinates: 36°58′N 24°59′E /  …   Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λιθολογία — η (Α λιθολογία) [λιθολόγος] νεοελλ. αδόκιμος όρος για την πετρολογία αρχ. 1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους 2. σωρός λίθων …   Dictionary of Greek

  • δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… …   Dictionary of Greek

  • πετρογραφία — η κλάδος της γεωλογίας, πετρολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”