- πετρολογία
- η, Ν1. κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη τής χημικής σύστασης, τού ιστού και τής υφής, τής εμφάνισης και τής κατανομής τών πετρωμάτων, καθώς και με την προέλευσή τους σε σχέση με τις φυσικοχημικές συνθήκες και τις γεωλογικές διεργασίες και η οποία διακρίνεται σε δύο κλάδους, στην πειραματική πετρολογία και στην πετρογραφία2. φρ. «πειραματική πετρολογία» — κλάδος τής πετρολογίας που περιλαμβάνει την εργαστηριακή σύνθεση τών πετρωμάτων με σκοπό τη δημιουργία χημικών και φυσικών συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να παρατηρηθούν όλες οι ορυκτολογικές παραγενέσεις, έτσι ώστε ο πετρολόγος να εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες σχηματίστηκαν τα πετρώματα στη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrology < πέτρα + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.